- χετμάνος
- ο, Νβλ. χατμάνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χατμάνος — και χετμάν και χετμάνος, ο, Ν (στους Κοζάκους) 1. τίτλος συγγενής προς αυτόν τού αταμάνου 2. φρ. «χετμάν βιέλκι» ο ηγέτης τών στρατιωτικών δυνάμεων και ο διοικητής στο πεδίο τής μάχης, όταν απουσίαζε ο βασιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hetman <… … Dictionary of Greek